προανήλωμα
Look at other dictionaries:
προανήλωμα — τὸ, Α βλ. προανοίλωμα … Dictionary of Greek
προανάλωμα — και προανήλωμα, τὸ, Α [προαναλίσκω] η προηγούμενη δαπάνη … Dictionary of Greek
προανήλωμα — τὸ, Α βλ. προανοίλωμα … Dictionary of Greek
προανάλωμα — και προανήλωμα, τὸ, Α [προαναλίσκω] η προηγούμενη δαπάνη … Dictionary of Greek